- πισσοκοπώ
- και αττ. τ. πιττοκοπῶ, -έω, Α [πισσοκόπος]1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.)2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, -έομαιαφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης3. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πιττοκοπούμενοςτίτλος κωμωδίας τού Φιλήμονος.
Dictionary of Greek. 2013.